Translation meaning & definition of the word "dead" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νεκρός" στην ελληνική γλώσσα
Dead
[Νεκρός]noun
1. People who are no longer living
- "They buried the dead"
- synonym:
- dead
1. Ανθρώπους που δεν ζουν πια
- "Θάψαν τους νεκρούς"
- συνώνυμο:
- νεκρός
2. A time when coldness (or some other quality associated with death) is intense
- "The dead of winter"
- synonym:
- dead
2. Μια εποχή όπου η ψυχρότητα (ή κάποια άλλη ποιότητα που σχετίζεται με το θάνατο) είναι έντονη
- "Ο νεκρός του χειμώνα"
- συνώνυμο:
- νεκρός
adjective
1. No longer having or seeming to have or expecting to have life
- "The nerve is dead"
- "A dead pallor"
- "He was marked as a dead man by the assassin"
- synonym:
- dead
1. Δεν έχει πλέον ή φαίνεται να έχει ή να περιμένει να έχει ζωή
- "Το νεύρο είναι νεκρό"
- "Νεκρή ωχρότητα"
- "Σημαδεύτηκε ως νεκρός από τον δολοφόνο"
- συνώνυμο:
- νεκρός
2. Not showing characteristics of life especially the capacity to sustain life
- No longer exerting force or having energy or heat
- "Mars is a dead planet"
- "Dead soil"
- "Dead coals"
- "The fire is dead"
- synonym:
- dead
2. Δεν δείχνει χαρακτηριστικά της ζωής, ειδικά την ικανότητα να διατηρεί τη ζωή
- Δεν ασκεί πλέον δύναμη ή έχει ενέργεια ή θερμότητα
- "Ο άρης είναι ένας νεκρός πλανήτης"
- "Νεκρό χώμα"
- "Νεκρά κάρβουνα"
- "Η φωτιά είναι νεκρή"
- συνώνυμο:
- νεκρός
3. Very tired
- "Was all in at the end of the day"
- "So beat i could flop down and go to sleep anywhere"
- "Bushed after all that exercise"
- "I'm dead after that long trip"
- synonym:
- all in(p) ,
- beat(p) ,
- bushed(p) ,
- dead(p)
3. Πολύ κουρασμένος
- "Ήταν όλα στο τέλος της ημέρας"
- "Τόσο νίκησα που θα μπορούσα να πέσω κάτω και να πάω για ύπνο οπουδήποτε"
- "Βουρτσισμένο μετά από όλη αυτή την άσκηση"
- "Είμαι νεκρός μετά από αυτό το μεγάλο ταξίδι"
- συνώνυμο:
- όλα στο ()<TAG1> ,
- ρυτ()<TAG1> ,
- βουλευτ()<TAG1> ,
- νεκρός()<TAG1>
4. Unerringly accurate
- "A dead shot"
- "Took dead aim"
- synonym:
- dead
4. Απερίσκεπτα ακριβής
- "Νεκρός πυροβολισμός"
- "Πήρε νεκρό στόχο"
- συνώνυμο:
- νεκρός
5. Physically inactive
- "Crater lake is in the crater of a dead volcano of the cascade range"
- synonym:
- dead
5. Σωματικά αδρανής
- "Η λίμνη κρατήρα βρίσκεται στον κρατήρα ενός νεκρού ηφαιστείου της εμβέλειας του καταρράκτη"
- συνώνυμο:
- νεκρός
6. (followed by `to') not showing human feeling or sensitivity
- Unresponsive
- "Passersby were dead to our plea for help"
- "Numb to the cries for mercy"
- synonym:
- dead(p) ,
- numb(p)
6. (ακολουθείται από ```) δεν δείχνει ανθρώπινο συναίσθημα ή ευαισθησία
- Ανταποκρινόμενοσ
- "Ο περαστικός ήταν νεκρός στην έκκλησή μας για βοήθεια"
- "Μου ακουμπά στις κραυγές για έλεος"
- συνώνυμο:
- νεκρός()<TAG1> ,
- μουδι()<TAG1>
7. Devoid of physical sensation
- Numb
- "His gums were dead from the novocain"
- "She felt no discomfort as the dentist drilled her deadened tooth"
- "A public desensitized by continuous television coverage of atrocities"
- synonym:
- dead ,
- deadened
7. Στερημένος από φυσική αίσθηση
- Μουδιάζω
- "Τα ούλα του ήταν νεκρά από τον νοβασίλη"
- "Δεν ένιωσε καμία δυσφορία καθώς ο οδοντίατρος τρυπούσε το νεκρό δόντι της"
- "Ένα κοινό απευαισθητοποιημένο από τη συνεχή τηλεοπτική κάλυψη των θηριωδιών"
- συνώνυμο:
- νεκρός
8. Lacking acoustic resonance
- "Dead sounds characteristic of some compact discs"
- "The dead wall surfaces of a recording studio"
- synonym:
- dead
8. Έλλειψη ακουστικού συντονισμού
- "Νεκροί ήχοι χαρακτηριστικοί ορισμένων συμπαγών δίσκων"
- "Οι νεκρές επιφάνειες τοίχων ενός στούντιο ηχογράφησης"
- συνώνυμο:
- νεκρός
9. Not yielding a return
- "Dead capital"
- "Idle funds"
- synonym:
- dead ,
- idle
9. Δεν παραχωρεί επιστροφή
- "Νεκρό κεφάλαιο"
- "Αδρανή κεφάλαια"
- συνώνυμο:
- νεκρός ,
- αδρανής
10. Not circulating or flowing
- "Dead air"
- "Dead water"
- "Stagnant water"
- synonym:
- dead(a) ,
- stagnant
10. Δεν κυκλοφορεί ή ρέει
- "Νεκρός αέρας"
- "Νερό νερό"
- "Σταθερό νερό"
- συνώνυμο:
- νεζ() ,
- στάσιμη
11. Not surviving in active use
- "Latin is a dead language"
- synonym:
- dead
11. Δεν επιβιώνουν σε ενεργή χρήση
- "Η λατινική είναι μια νεκρή γλώσσα"
- συνώνυμο:
- νεκρός
12. Lacking resilience or bounce
- "A dead tennis ball"
- synonym:
- dead
12. Έλλειψη ανθεκτικότητας ή αναπήδησης
- "Νεκρή μπάλα του τένις"
- συνώνυμο:
- νεκρός
13. Out of use or operation because of a fault or breakdown
- "A dead telephone line"
- "The motor is dead"
- synonym:
- dead
13. Εκτός χρήσης ή λειτουργίας λόγω ελαττώματος ή βλάβης
- "Νεκρή τηλεφωνική γραμμή"
- "Ο κινητήρας είναι νεκρός"
- συνώνυμο:
- νεκρός
14. No longer having force or relevance
- "A dead issue"
- synonym:
- dead
14. Δεν έχει πλέον δύναμη ή σημασία
- "Νεκρό ζήτημα"
- συνώνυμο:
- νεκρός
15. Complete
- "Came to a dead stop"
- "Utter seriousness"
- synonym:
- dead(a) ,
- utter
15. Πλήρης
- "Έφτασε σε μια νεκρή στάση"
- "Εξαιρετική σοβαρότητα"
- συνώνυμο:
- νεζ() ,
- αποτυπώνω
16. Drained of electric charge
- Discharged
- "A dead battery"
- "Left the lights on and came back to find the battery drained"
- synonym:
- dead ,
- drained
16. Αποστραγγισμένο από ηλεκτρικό φορτίο
- Αποφορτισμένος
- "Νεκρή μπαταρία"
- "Άφησε τα φώτα αναμμένα και επέστρεψε για να βρει την μπαταρία στραγγισμένη"
- συνώνυμο:
- νεκρός ,
- στραγγισμένος
17. Devoid of activity
- "This is a dead town
- Nothing ever happens here"
- synonym:
- dead
17. Στερημένος από δραστηριότητα
- "Είναι μια νεκρή πόλη
- Τίποτα δεν συμβαίνει ποτέ εδώ"
- συνώνυμο:
- νεκρός
adverb
1. Quickly and without warning
- "He stopped suddenly"
- synonym:
- abruptly ,
- suddenly ,
- short ,
- dead
1. Γρήγορα και χωρίς προειδοποίηση
- "Σταμάτησε ξαφνικά"
- συνώνυμο:
- απότομα ,
- ξαφνικά ,
- σύντομος ,
- νεκρός
2. Completely and without qualification
- Used informally as intensifiers
- "An absolutely magnificent painting"
- "A perfectly idiotic idea"
- "You're perfectly right"
- "Utterly miserable"
- "You can be dead sure of my innocence"
- "Was dead tired"
- "Dead right"
- synonym:
- absolutely ,
- perfectly ,
- utterly ,
- dead
2. Πλήρως και χωρίς προσόντα
- Χρησιμοποιείται ανεπίσημα ως ενισχυτές
- "Ένας απολύτως υπέροχος πίνακας"
- "Μια απόλυτα ηλίθια ιδέα"
- "Είσαι απόλυτα σωστός"
- "Εξαιρετικά δυστυχισμένο"
- "Μπορείς να είσαι σίγουρος για την αθωότητά μου"
- "Ήταν νεκρός κουρασμένος"
- "Σωστά νεκρά"
- συνώνυμο:
- απολύτως ,
- τέλεια ,
- εντελώς ,
- νεκρός