Translation meaning & definition of the word "deactivate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απενεργοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Deactivate
[Απενεργοποιώ]/diæktɪvet/
verb
1. Remove from active military status or reassign
- "The men were deactivated after five years of service"
- synonym:
- deactivate
1. Αφαιρέστε από την ενεργό στρατιωτική κατάσταση ή επαναβεβαιώστε
- "Οι άνδρες απενεργοποιήθηκαν μετά από πέντε χρόνια υπηρεσίας"
- συνώνυμο:
- απενεργοποιώ
2. Make inactive
- "They deactivated the file"
- synonym:
- inactivate ,
- deactivate
2. Αδρανής
- "Απενεργοποίησαν το αρχείο"
- συνώνυμο:
- αδρανοποιώ ,
- απενεργοποιώ