Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "dazed" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζαρωμένο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Dazed

[Ζαλισμένος]
/dezd/

adjective

1. In a state of mental numbness especially as resulting from shock

  • "He had a dazed expression on his face"
  • "Lay semiconscious, stunned (or stupefied) by the blow"
  • "Was stupid from fatigue"
    synonym:
  • dazed
  • ,
  • stunned
  • ,
  • stupefied
  • ,
  • stupid(p)

1. Σε μια κατάσταση ψυχικής μούδιασμα ειδικά όπως προκύπτει από σοκ

  • "Είχε μια ζαλισμένη έκφραση στο πρόσωπό του"
  • "Τοποθετήστε ημιπολύτιμο, έκπληκτο ( ή αναστατωμένο ) από το χτύπημα"
  • "Ήταν ηλίθιος από την κούραση"
    συνώνυμο:
  • ζαλισμένος
  • ,
  • αποστασιοποιημένος
  • ,
  • αναστατωμένος
  • ,
  • ηλίθιο()<TAG1>

2. Stunned or confused and slow to react (as from blows or drunkenness or exhaustion)

    synonym:
  • dazed
  • ,
  • foggy
  • ,
  • groggy
  • ,
  • logy
  • ,
  • stuporous

2. Έκπληκτος ή μπερδεμένος και αργός να αντιδράσει (ας από χτυπήματα ή μέθη ή εξάντληση)

    συνώνυμο:
  • ζαλισμένος
  • ,
  • ομιχλώδης
  • ,
  • παλαβός
  • ,
  • λογικός
  • ,
  • ανόητοσ