Translation meaning & definition of the word "daze" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταπλήξει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Daze
[Κατακλύζω]/dez/
noun
1. The feeling of distress and disbelief that you have when something bad happens accidentally
- "His mother's death left him in a daze"
- "He was numb with shock"
- synonym:
- daze ,
- shock ,
- stupor
1. Το αίσθημα της αγωνίας και της δυσπιστίας που έχετε όταν κάτι κακό συμβαίνει τυχαία
- "Ο θάνατος της μητέρας του τον άφησε σε ένα λαβύρινθο"
- "Μουδιασμένος με σοκ"
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- σοκ ,
- ανοησία
2. Confusion characterized by lack of clarity
- synonym:
- daze ,
- fog ,
- haze
2. Σύγχυση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σαφήνειας
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- ομίχλη ,
- αχαβί
verb
1. To cause someone to lose clear vision, especially from intense light
- "She was dazzled by the bright headlights"
- synonym:
- dazzle ,
- bedazzle ,
- daze
1. Να κάνει κάποιον να χάσει την καθαρή όραση, ειδικά από το έντονο φως
- "Θαμπώθηκε από τους φωτεινούς προβολείς"
- συνώνυμο:
- τυφλώνω ,
- ανακατώνω ,
- παίζω
2. Overcome as with astonishment or disbelief
- "The news stunned her"
- synonym:
- stun ,
- bedaze ,
- daze
2. Ξεπεράστε τον εαυτό σας με έκπληξη ή δυσπιστία
- "Τα νέα την εξέπληξαν"
- συνώνυμο:
- αποθηκεύω ,
- παραθυράκι ,
- παίζω