Translation meaning & definition of the word "daydream" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ονειροπόλημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Daydream
[Ονειροπόληση]/dedrim/
noun
1. Absentminded dreaming while awake
- synonym:
- reverie ,
- revery ,
- daydream ,
- daydreaming ,
- oneirism ,
- air castle ,
- castle in the air ,
- castle in Spain
1. Απουσία ονείρου ενώ είστε ξύπνιοι
- συνώνυμο:
- επαναβάτησ ,
- ανταπόδοση ,
- ονειροπόληση ,
- ονειροπολώ ,
- κάστρο αέρα ,
- κάστρο στον αέρα ,
- κάστρο στην Ισπανία
verb
1. Have a daydream
- Indulge in a fantasy
- synonym:
- dream ,
- daydream ,
- woolgather ,
- stargaze
1. Ονειροπολώ
- Ενδώστε σε μια φαντασίωση
- συνώνυμο:
- όνειρο ,
- ονειροπόληση ,
- μάλλινο ,
- αστρολόγοσ
2. Have dreamlike musings or fantasies while awake
- "She looked out the window, daydreaming"
- synonym:
- daydream ,
- moon
2. Έχετε ονειρεμένες μουσικές ή φαντασιώσεις ενώ είστε ξύπνιοι
- "Κοιτούσε έξω από το παράθυρο, ονειροπολώντας"
- συνώνυμο:
- ονειροπόληση ,
- φεγγάρι