Translation meaning & definition of the word "daybreak" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ημέρασπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Daybreak
[Αφηρημένοσ]/debrek/
noun
1. The first light of day
- "We got up before dawn"
- "They talked until morning"
- synonym:
- dawn ,
- dawning ,
- morning ,
- aurora ,
- first light ,
- daybreak ,
- break of day ,
- break of the day ,
- dayspring ,
- sunrise ,
- sunup ,
- cockcrow
1. Το πρώτο φως της ημέρας
- "Σηκωθήκαμε πριν την αυγή"
- "Μιλούσαν μέχρι το πρωί"
- συνώνυμο:
- αυγή ,
- ξημέρωμα ,
- πρωί ,
- αύρα ,
- πρώτο φως ,
- πρωινό ,
- διάλειμμα της ημέρας ,
- αναχώρηση ημέρασ ,
- ανατολή ,
- ηλιοβασίλεμα ,
- πασαρέλα
Examples of using
We were roused at daybreak by the whistle of a train.
Ήμασταν ξυπνημένοι το βράδυ από το σφύριγμα ενός τρένου.