Translation meaning & definition of the word "daw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πένα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Daw
[Ντάου]/dɔ/
noun
1. Common black-and-grey eurasian bird noted for thievery
- synonym:
- jackdaw ,
- daw ,
- Corvus monedula
1. Κοινό μαύρο και γκρι ευρασιατικό πουλί που σημειώνεται για την αλήθεια
- συνώνυμο:
- τζάκνταου ,
- ντάου ,
- Μονεδούλα του κορωνικού