Translation meaning & definition of the word "datum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δατούμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Datum
[Δεδομένα]/dætəm/
noun
1. An item of factual information derived from measurement or research
- synonym:
- datum ,
- data point
1. Ένα στοιχείο των πραγματικών πληροφοριών που προέρχονται από τη μέτρηση ή την έρευνα
- συνώνυμο:
- δεδομένα ,
- σημείο δεδομένων