Translation meaning & definition of the word "dash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάσα" στην ελληνική γλώσσα
Dash
[Ντας]noun
1. Distinctive and stylish elegance
- "He wooed her with the confident dash of a cavalry officer"
- synonym:
- dash ,
- elan ,
- flair ,
- panache ,
- style
1. Διακριτική και κομψή κομψότητα
- "Την περιπλανήθηκε με την αυτοπεποίθηση ενός αξιωματικού του ιππικού"
- συνώνυμο:
- ταμπλό ,
- έλαν ,
- φλερτ ,
- παναχαϊδεύω ,
- στυλ
2. A quick run
- synonym:
- dash ,
- sprint
2. Ένα γρήγορο τρέξιμο
- συνώνυμο:
- ταμπλό ,
- σπριντ
3. A footrace run at top speed
- "He is preparing for the 100-yard dash"
- synonym:
- dash
3. Ένα πόδι τρέχει με την τελική ταχύτητα
- "Ετοιμάζεται για την παύλα των 100 αυλών"
- συνώνυμο:
- ταμπλό
4. A punctuation mark (-) used between parts of a compound word or between the syllables of a word when the word is divided at the end of a line of text
- synonym:
- hyphen ,
- dash
4. Ένα σημείο στίξης (-) χρησιμοποιείται μεταξύ τμημάτων μιας σύνθετης λέξης ή μεταξύ των συλλαβών μιας λέξης όταν η λέξη χωρίζεται
- συνώνυμο:
- υφήν ,
- ταμπλό
5. The longer of the two telegraphic signals used in morse code
- synonym:
- dash ,
- dah
5. Το μεγαλύτερο μέρος των δύο τηλεγραφικών σημάτων που χρησιμοποιούνται στον κώδικα μορς
- συνώνυμο:
- ταμπλό ,
- ντα
6. The act of moving with great haste
- "He made a dash for the door"
- synonym:
- dash ,
- bolt
6. Η πράξη της μετακίνησης με μεγάλη βιασύνη
- "Έβαλε μια παύλα για την πόρτα"
- συνώνυμο:
- ταμπλό ,
- μπουλόνι
verb
1. Run or move very quickly or hastily
- "She dashed into the yard"
- synonym:
- dart ,
- dash ,
- scoot ,
- scud ,
- flash ,
- shoot
1. Τρέξτε ή κινηθείτε πολύ γρήγορα ή βιαστικά
- "Βούτηξε στην αυλή"
- συνώνυμο:
- νταρτ ,
- ταμπλό ,
- σκούτερ ,
- αποβάλλω ,
- φλας ,
- πυροβολώ
2. Break into pieces, as by striking or knocking over
- "Smash a plate"
- synonym:
- smash ,
- dash
2. Σπάστε σε κομμάτια, όπως χτυπώντας ή χτυπώντας
- "Πλύνετε ένα πιάτο"
- συνώνυμο:
- συνθλίβω ,
- ταμπλό
3. Hurl or thrust violently
- "He dashed the plate against the wall"
- "Waves were dashing against the rock"
- synonym:
- crash ,
- dash
3. Βιασύνη ή ώθηση βίαια
- "Βούτηξε την πλάκα στον τοίχο"
- "Τα κύματα έπεφταν ενάντια στο βράχο"
- συνώνυμο:
- συντρίβω ,
- ταμπλό
4. Destroy or break
- "Dashed ambitions and hopes"
- synonym:
- dash
4. Καταστρέψτε ή σπάστε
- "Πολυάσχολες φιλοδοξίες και ελπίδες"
- συνώνυμο:
- ταμπλό
5. Cause to lose courage
- "Dashed by the refusal"
- synonym:
- daunt ,
- dash ,
- scare off ,
- pall ,
- frighten off ,
- scare away ,
- frighten away ,
- scare
5. Να χάσεις το θάρρος
- "Διαλυμένος από την άρνηση"
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- ταμπλό ,
- τρομάζω ,
- παλαιότερα
6. Add an enlivening or altering element to
- "Blue paint dashed with white"
- synonym:
- dash
6. Προσθέστε ένα ζωντανευτικό ή αλλοιώνοντας στοιχείο σε
- "Μπλε χρώμα διαλυμένο με λευκό"
- συνώνυμο:
- ταμπλό