Translation meaning & definition of the word "das" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Das
[Ντα]/dæs/
noun
1. Any of several small ungulate mammals of africa and asia with rodent-like incisors and feet with hooflike toes
- synonym:
- hyrax ,
- coney ,
- cony ,
- dassie ,
- das
1. Οποιοδήποτε από τα πολλά μικρά γνώριμα θηλαστικά της αφρικής και της ασίας με κοπτήρες και πόδια που μοιάζουν με οπλοφόρα δάχτυλα
- συνώνυμο:
- υρακ ,
- κόνι ,
- κωνικόσ ,
- ντάσι ,
- ντα