Translation meaning & definition of the word "dart" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βέλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dart
[Νταρτ]/dɑrt/
noun
1. A small narrow pointed missile that is thrown or shot
- synonym:
- dart
1. Ένας μικρός στενός πύραυλος που ρίχνεται ή πυροβολείται
- συνώνυμο:
- νταρτ
2. A tapered tuck made in dressmaking
- synonym:
- dart
2. Μια κωνική τσιμπίδα φτιαγμένη στην επίδειξη
- συνώνυμο:
- νταρτ
3. A sudden quick movement
- synonym:
- flit ,
- dart
3. Μια ξαφνική γρήγορη κίνηση
- συνώνυμο:
- πτερύγιο ,
- νταρτ
verb
1. Move along rapidly and lightly
- Skim or dart
- "The hummingbird flitted among the branches"
- synonym:
- flit ,
- flutter ,
- fleet ,
- dart
1. Κινηθείτε γρήγορα και ελαφρά
- Αποβουτυρωμένο ή βέλος
- "Το κολιμπρί πετούσε ανάμεσα στα κλαδιά"
- συνώνυμο:
- πτερύγιο ,
- φτερουγίζω ,
- στόλος ,
- νταρτ
2. Run or move very quickly or hastily
- "She dashed into the yard"
- synonym:
- dart ,
- dash ,
- scoot ,
- scud ,
- flash ,
- shoot
2. Τρέξτε ή κινηθείτε πολύ γρήγορα ή βιαστικά
- "Βούτηξε στην αυλή"
- συνώνυμο:
- νταρτ ,
- ταμπλό ,
- σκούτερ ,
- αποβάλλω ,
- φλας ,
- πυροβολώ
3. Move with sudden speed
- "His forefinger darted in all directions as he spoke"
- synonym:
- dart
3. Μετακινήστε με την ξαφνική ταχύτητα
- "Ο δείκτης του χτύπησε προς όλες τις κατευθύνσεις καθώς μίλησε"
- συνώνυμο:
- νταρτ