Translation meaning & definition of the word "darn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαυρίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Darn
[Νταρντ]/dɑrn/
noun
1. Something of little value
- "His promise is not worth a damn"
- "Not worth one red cent"
- "Not worth shucks"
- synonym:
- damn ,
- darn ,
- hoot ,
- red cent ,
- shit ,
- shucks ,
- tinker's damn ,
- tinker's dam
1. Κάτι λίγης αξίας
- "Η υπόσχεσή του δεν αξίζει"
- "Δεν αξίζει ούτε ένα κόκκινο σεντ"
- "Δεν αξίζει να τσακωθεί"
- συνώνυμο:
- γαμώ ,
- νταρν ,
- επιτίθεμαι ,
- κόκκινο σεντ ,
- σκατά ,
- αποτυγχάνω ,
- το καταραμένο του Τίνκερ ,
- το φράγμα του Τίνκερ
2. Sewing that repairs a worn or torn hole (especially in a garment)
- "Her stockings had several mends"
- synonym:
- mend ,
- patch ,
- darn
2. Ράψιμο που επισκευάζει μια φθαρμένη ή σχισμένη τρύπα (ειδικά σε ένα ρούχο
- "Οι κάλτσες της είχαν αρκετές επιδιορθώσεις"
- συνώνυμο:
- επιμελώ ,
- έμπλαστρο ,
- νταρν
verb
1. Repair by sewing
- "Darn socks"
- synonym:
- darn
1. Επισκευή με ράψιμο
- "Ναυτικές κάλτσες"
- συνώνυμο:
- νταρν