Translation meaning & definition of the word "darkly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκοτεινά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Darkly
[Σκοτεινά]/dɑrkli/
adverb
1. Without light
- "The river was sliding darkly under the mist"
- synonym:
- darkly ,
- in darkness
1. Χωρίς φως
- "Το ποτάμι γλιστρούσε σκοτεινά κάτω από την ομίχλη"
- συνώνυμο:
- σκοτεινά ,
- στο σκοτάδι
2. In a dark glowering menacing manner
- "He stared darkly at her"
- synonym:
- darkly
2. Με έναν σκοτεινό λαμπερό απειλητικό τρόπο
- "Την κοίταξε σκοτεινά"
- συνώνυμο:
- σκοτεινά