Translation meaning & definition of the word "dark" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "σκοτάδι" στην ελληνική γλώσσα
Dark
[Σκοτεινός]noun
1. Absence of light or illumination
- synonym:
- dark ,
- darkness
1. Απουσία φωτός ή φωτισμού
- συνώνυμο:
- σκοτεινός ,
- σκοτάδι
2. Absence of moral or spiritual values
- "The powers of darkness"
- synonym:
- iniquity ,
- wickedness ,
- darkness ,
- dark
2. Απουσία ηθικών ή πνευματικών αξιών
- "Οι δυνάμεις του σκότους"
- συνώνυμο:
- ανομία ,
- κακία ,
- σκοτάδι ,
- σκοτεινός
3. An unilluminated area
- "He moved off into the darkness"
- synonym:
- darkness ,
- dark ,
- shadow
3. Μια μη φωτισμένη περιοχή
- "Πέρασε στο σκοτάδι"
- συνώνυμο:
- σκοτάδι ,
- σκοτεινός ,
- σκιά
4. The time after sunset and before sunrise while it is dark outside
- synonym:
- night ,
- nighttime ,
- dark
4. Η ώρα μετά τη δύση του ηλίου και πριν την ανατολή του ηλίου ενώ έξω είναι σκοτεινά
- συνώνυμο:
- νύχτα ,
- σκοτεινός
5. An unenlightened state
- "He was in the dark concerning their intentions"
- "His lectures dispelled the darkness"
- synonym:
- dark ,
- darkness
5. Ένα κράτος αφώτιστο
- "Ήταν στο σκοτάδι σχετικά με τις προθέσεις τους"
- "Οι διαλέξεις του διέλυσαν το σκοτάδι"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός ,
- σκοτάδι
adjective
1. Devoid of or deficient in light or brightness
- Shadowed or black
- "Sitting in a dark corner"
- "A dark day"
- "Dark shadows"
- "Dark as the inside of a black cat"
- synonym:
- dark
1. Χωρίς ή ελλιπές σε φως ή φωτεινότητα
- Σκιασμένος ή μαύρος
- "Κάθομαι σε μια σκοτεινή γωνιά"
- "Μια μαύρη μέρα"
- "Σκοτεινές σκιές"
- "Σκοτεινό σαν το εσωτερικό μιας μαύρης γάτας"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός
2. (used of color) having a dark hue
- "Dark green"
- "Dark glasses"
- "Dark colors like wine red or navy blue"
- synonym:
- dark
2. (χρησιμοποιείται χρώμα) έχοντας μια σκούρα απόχρωση
- "Σκούρο πράσινο"
- "Σκοτεινά γυαλιά"
- "Σκοτεινά χρώματα όπως το κόκκινο κρασί ή το μπλε ναυτικό"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός
3. Brunet (used of hair or skin or eyes)
- "Dark eyes"
- synonym:
- dark
3. Μελαχρινή (χρησιμοποιείται από τα μαλλιά ή το δέρμα ή τα μάτια)
- "Σκοτεινά μάτια"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός
4. Stemming from evil characteristics or forces
- Wicked or dishonorable
- "Black deeds"
- "A black lie"
- "His black heart has concocted yet another black deed"
- "Darth vader of the dark side"
- "A dark purpose"
- "Dark undercurrents of ethnic hostility"
- "The scheme of some sinister intelligence bent on punishing him"-thomas hardy
- synonym:
- black ,
- dark ,
- sinister
4. Που πηγάζουν από κακά χαρακτηριστικά ή δυνάμεις
- Πονηρός ή άτιμος
- "Μαύρες πράξεις"
- "Ένα μαύρο ψέμα"
- "Η μαύρη καρδιά του έχει επινοήσει μια ακόμη μαύρη πράξη"
- "Νταρθ βέιντερ της σκοτεινής πλευράς"
- "Ένας σκοτεινός σκοπός"
- "Σκοτεινά υπόγεια ρεύματα εθνοτικής εχθρότητας"
- "Το σχέδιο κάποιας απαίσιας νοημοσύνης είχε σκοπό να τον τιμωρήσει" - τόμας χάρντι
- συνώνυμο:
- μαύρο ,
- σκοτεινός ,
- απαίσιο
5. Secret
- "Keep it dark"
- synonym:
- dark
5. Μυστικό
- "Κρατήστε το σκοτάδι"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός
6. Showing a brooding ill humor
- "A dark scowl"
- "The proverbially dour new england puritan"
- "A glum, hopeless shrug"
- "He sat in moody silence"
- "A morose and unsociable manner"
- "A saturnine, almost misanthropic young genius"- bruce bliven
- "A sour temper"
- "A sullen crowd"
- synonym:
- dark ,
- dour ,
- glowering ,
- glum ,
- moody ,
- morose ,
- saturnine ,
- sour ,
- sullen
6. Δείχνοντας ένα κακό χιούμορ
- "Ένα σκοτεινό σκουπίδι"
- "Ο παροιμιώδης θλιβερός πουριτανός της νέας αγγλίας"
- "Μια αίγλη, απελπιστική ανατίναξη"
- "Κάθισε σε κυκλοθυμική σιωπή"
- "Ένας τρελός και μη κοινωνικός τρόπος"
- "Μια κορυφαία, σχεδόν μισάνθρωπη νεαρή ιδιοφυΐα" - μπρους μπλίβεν
- "Μια ξινή ιδιοσυγκρασία"
- "Ένα σκυθρωπό πλήθος"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός ,
- ντουρ ,
- λαμπερή ,
- glam ,
- κυκλοθυμικός ,
- morose ,
- κρόνιοσ ,
- ξινό ,
- σκυθρωπός
7. Lacking enlightenment or knowledge or culture
- "This benighted country"
- "Benighted ages of barbarism and superstition"
- "The dark ages"
- "A dark age in the history of education"
- synonym:
- benighted ,
- dark
7. Έλλειψη διαφώτισης ή γνώσης ή πολιτισμού
- "Αυτή η νυχτωμένη χώρα"
- "Απογευματινές εποχές βαρβαρότητας και δεισιδαιμονίας"
- "Οι σκοτεινοί αιώνες"
- "Μια σκοτεινή εποχή στην ιστορία της παιδείας"
- συνώνυμο:
- νυχτωμένος ,
- σκοτεινός
8. Marked by difficulty of style or expression
- "Much that was dark is now quite clear to me"
- "Those who do not appreciate kafka's work say his style is obscure"
- synonym:
- dark ,
- obscure
8. Χαρακτηρίζεται από δυσκολία στυλ ή έκφρασης
- "Πολύ σκοτάδι ήταν πλέον αρκετά ξεκάθαρο για μένα"
- "Όσοι δεν εκτιμούν το έργο του κάφκα λένε ότι το στυλ του είναι σκοτεινό"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός
9. Causing dejection
- "A blue day"
- "The dark days of the war"
- "A week of rainy depressing weather"
- "A disconsolate winter landscape"
- "The first dismal dispiriting days of november"
- "A dark gloomy day"
- "Grim rainy weather"
- synonym:
- blue ,
- dark ,
- dingy ,
- disconsolate ,
- dismal ,
- gloomy ,
- grim ,
- sorry ,
- drab ,
- drear ,
- dreary
9. Προκαλώντας απογοήτευση
- "Μια μπλε μέρα"
- "Οι σκοτεινές μέρες του πολέμου"
- "Μια εβδομάδα βροχερού καταθλιπτικού καιρού"
- "Ένα απαρηγόρητο χειμερινό τοπίο"
- "Οι πρώτες θλιβερές απογοητευτικές μέρες του νοεμβρίου"
- "Μια σκοτεινή ζοφερή μέρα"
- "Ζοφερός βροχερός καιρός"
- συνώνυμο:
- μπλε ,
- σκοτεινός ,
- βρώμικο ,
- απαρηγόρητοσ ,
- θλιβερός ,
- ζοφερός ,
- συγνώμη ,
- drab
10. Having skin rich in melanin pigments
- "National association for the advancement of colored people"
- "Dark-skinned peoples"
- synonym:
- colored ,
- coloured ,
- dark ,
- dark-skinned ,
- non-white
10. Έχοντας δέρμα πλούσιο σε χρωστικές μελανίνης
- "Εθνικός σύλλογος για την προώθηση των έγχρωμων ανθρώπων"
- "Σκουρόχρωμοι λαοί"
- συνώνυμο:
- χρωματιστό ,
- σκοτεινός ,
- μελαχρινός ,
- μη λευκό
11. Not giving performances
- Closed
- "The theater is dark on mondays"
- synonym:
- dark
11. Δεν δίνει παραστάσεις
- Κλειστό
- "Το θέατρο είναι σκοτεινό τις δευτέρες"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός