Translation meaning & definition of the word "dangling" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κρέμασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dangling
[Κρεμασμένος]/dæŋgəlɪŋ/
noun
1. The act of suspending something (hanging it from above so it moves freely)
- "There was a small ceremony for the hanging of the portrait"
- synonym:
- suspension ,
- dangling ,
- hanging
1. Η πράξη της αναστολής κάτι (κρεμώντας το από ψηλά ώστε να κινείται ελεύθερα)
- "Έγινε μια μικρή τελετή για το κρέμασμα του πορτρέτου"
- συνώνυμο:
- αναστολή ,
- κρεμασμένος ,
- κρεμαστό