Translation meaning & definition of the word "dangle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπερδεμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dangle
[Κουτί]/dæŋgəl/
verb
1. Hang freely
- "The ornaments dangled from the tree"
- "The light dropped from the ceiling"
- synonym:
- dangle ,
- swing ,
- drop
1. Κρεμάστε ελεύθερα
- "Τα στολίδια κρέμονται από το δέντρο"
- "Το φως έπεσε από το ταβάνι"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- ταλάντευση ,
- πτώση
2. Cause to dangle or hang freely
- "He dangled the ornaments from the christmas tree"
- synonym:
- dangle
2. Αιτία να κουνιέται ή να κρέμεται ελεύθερα
- "Κοίταξε τα στολίδια από το χριστουγεννιάτικο δέντρο"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω