Translation meaning & definition of the word "dandy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μαργαριτάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dandy
[Ντάντι]/dændi/
noun
1. A man who is much concerned with his dress and appearance
- synonym:
- dandy ,
- dude ,
- fop ,
- gallant ,
- sheik ,
- beau ,
- swell ,
- fashion plate ,
- clotheshorse
1. Ένας άνθρωπος που ασχολείται πολύ με το φόρεμα και την εμφάνισή του
- συνώνυμο:
- πικραλίδα ,
- φίλε ,
- πόδι ,
- γενναίος ,
- σεΐχης ,
- μπο ,
- πρήζονται ,
- πλάκα μόδας ,
- αλυσοπρίονο
2. A sailing vessel with two masts
- A small mizzen is aft of the rudderpost
- synonym:
- yawl ,
- dandy
2. Ένα ιστιοφόρο με δύο καταρράκτες
- Ένα μικρό πηδάλιο είναι πίσω από το πηδάλιο
- συνώνυμο:
- ναυαγαλίζω ,
- πικραλίδα
adjective
1. Very good
- "He did a bully job"
- "A neat sports car"
- "Had a great time at the party"
- "You look simply smashing"
- synonym:
- bang-up ,
- bully ,
- corking ,
- cracking ,
- dandy ,
- great ,
- groovy ,
- keen ,
- neat ,
- nifty ,
- not bad(p) ,
- peachy ,
- slap-up ,
- swell ,
- smashing
1. Πολύ καλό
- "Έπραξε μια δουλειά εκφοβισμού"
- "Ένα τακτοποιημένο σπορ αυτοκίνητο"
- "Πέρασα υπέροχα στο πάρτι"
- "Φαίνεσαι απλά να σπάει"
- συνώνυμο:
- παραπαίω ,
- φοβερίζω ,
- περιφράσσω ,
- ρωγμή ,
- πικραλίδα ,
- μεγάλη ,
- βουβώδησ ,
- ενθουσιώδης ,
- τακτοποιημένος ,
- ασήμαντοσ ,
- όχι κακό( ,
- ροδακινί ,
- αναταραχή ,
- πρήζονται ,
- συντρίβω