Translation meaning & definition of the word "dancer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χορευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dancer
[Χορευτήσ]/dænsər/
noun
1. A performer who dances professionally
- synonym:
- dancer ,
- professional dancer ,
- terpsichorean
1. Ένας ερμηνευτής που χορεύει επαγγελματικά
- συνώνυμο:
- χορεύων ,
- επαγγελματίας χορευτής ,
- τερψιχόρειο
2. A person who participates in a social gathering arranged for dancing (as a ball)
- synonym:
- dancer ,
- social dancer
2. Ένα άτομο που συμμετέχει σε μια κοινωνική συγκέντρωση που διοργανώνεται για χορό (ας ένα μπαλ)
- συνώνυμο:
- χορεύων ,
- κοινωνικός χορευτής
Examples of using
Tom is a dancer.
Ο Τομ είναι χορευτής.
Tom is a professional dancer.
Ο Τομ είναι επαγγελματίας χορευτής.
She's a belly dancer.
Είναι χορεύτρια της κοιλιάς.