Translation meaning & definition of the word "damper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλάβη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Damper
[Αποσβεστήρασ]/dæmpər/
noun
1. A movable iron plate that regulates the draft in a stove or chimney or furnace
- synonym:
- damper
1. Μια κινητή σιδερένια πλάκα που ρυθμίζει το σχέδιο σε μια σόμπα ή καμινάδα ή φούρνο
- συνώνυμο:
- αποσβεστήρασ
2. A device that decreases the amplitude of electronic, mechanical, acoustical, or aerodynamic oscillations
- synonym:
- damper ,
- muffler
2. Μια συσκευή που μειώνει το εύρος των ηλεκτρονικών, μηχανικών, ακουστικών ή αεροδυναμικών ταλαντώσεων
- συνώνυμο:
- αποσβεστήρασ ,
- ανακατωσούρησ
3. A depressing restraint
- "Rain put a damper on our picnic plans"
- synonym:
- damper
3. Ένας καταθλιπτικός περιορισμός
- "Το τρένο έβαλε έναν αποσβεστήρα στα σχέδια μας για πικνίκ"
- συνώνυμο:
- αποσβεστήρασ