Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "damned" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καταραμένο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Damned

[Καταραμένος]
/dæmd/

noun

1. People who are condemned to eternal punishment

  • "He felt he had visited the realm of the damned"
    synonym:
  • damned

1. Ανθρώπους που καταδικάζονται σε αιώνια τιμωρία

  • "Αισθάνθηκε ότι είχε επισκεφθεί το βασίλειο των καταραμένων"
    συνώνυμο:
  • καταραμένος

adjective

1. Expletives used informally as intensifiers

  • "He's a blasted idiot"
  • "It's a blamed shame"
  • "A blame cold winter"
  • "Not a blessed dime"
  • "I'll be damned (or blessed or darned or goddamned) if i'll do any such thing"
  • "He's a damn (or goddam or goddamned) fool"
  • "A deuced idiot"
  • "An infernal nuisance"
    synonym:
  • blasted
  • ,
  • blame
  • ,
  • blamed
  • ,
  • blessed
  • ,
  • damn
  • ,
  • damned
  • ,
  • darned
  • ,
  • deuced
  • ,
  • goddam
  • ,
  • goddamn
  • ,
  • goddamned
  • ,
  • infernal

1. Οι εξωτερικές ύλες χρησιμοποιούνται ανεπίσημα ως ενισχυτές

  • "Είναι ένας ανατιναγμένος ηλίθιος"
  • "Είναι μια κατηγορημένη ντροπή"
  • "Ένας ψυχρός χειμώνας"
  • "Όχι μια ευλογημένη δεκάρα"
  • "Θα είμαι καταραμένος ( ευλογημένος ή αγαπημένος ή καταραμένος) αν θα κάνω κάτι τέτοιο"
  • "Είναι ένας καταραμένος ( ή ανόητος ανόητος"
  • "Ένας απογοητευμένος ηλίθιος"
  • "Μια ανεξέλεγκτη ενόχληση"
    συνώνυμο:
  • ανατινάχθηκε
  • ,
  • ευθύνη
  • ,
  • κατηγορητήριο
  • ,
  • ευλογημένος
  • ,
  • γαμώ
  • ,
  • καταραμένος
  • ,
  • αγάπησε
  • ,
  • αποσυντίθεται
  • ,
  • γκόνταμ
  • ,
  • γαμώτο
  • ,
  • απατηλός
  • ,
  • ανακολουθώ

2. In danger of the eternal punishment of hell

  • "Poor damned souls"
    synonym:
  • cursed
  • ,
  • damned
  • ,
  • doomed
  • ,
  • unredeemed
  • ,
  • unsaved

2. Σε κίνδυνο της αιώνιας τιμωρίας της κόλασης

  • "Κακές καταραμένες ψυχές"
    συνώνυμο:
  • καταραμένος
  • ,
  • καταδικασμένος
  • ,
  • ανεξακρίβωτοσ
  • ,
  • ανύπαρκτοσ

adverb

1. In a damnable manner

  • "Kindly arthur--so damnably , politely , endlessly persistent!"
    synonym:
  • damned
  • ,
  • damnably
  • ,
  • cursedly

1. Με απαράδεκτο τρόπο

  • "Καλά αρθούρος-τόσο καταδικαστικά, ευγενικά, ατελείωτα επίμονος!"
    συνώνυμο:
  • καταραμένος
  • ,
  • καταδικαστέα
  • ,
  • καταραμένα

Examples of using

Close the damned door!
Κλείστε την καταραμένη πόρτα!
This damned computer won't work.
Αυτός ο καταραμένος υπολογιστής δεν θα λειτουργήσει.
Shut the damned door!
Κλείσε την καταραμένη πόρτα!