Translation meaning & definition of the word "damn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταραμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Damn
[Γαμώ]/dæm/
noun
1. Something of little value
- "His promise is not worth a damn"
- "Not worth one red cent"
- "Not worth shucks"
- synonym:
- damn ,
- darn ,
- hoot ,
- red cent ,
- shit ,
- shucks ,
- tinker's damn ,
- tinker's dam
1. Κάτι λίγης αξίας
- "Η υπόσχεσή του δεν αξίζει"
- "Δεν αξίζει ούτε ένα κόκκινο σεντ"
- "Δεν αξίζει να τσακωθεί"
- συνώνυμο:
- γαμώ ,
- νταρν ,
- επιτίθεμαι ,
- κόκκινο σεντ ,
- σκατά ,
- αποτυγχάνω ,
- το καταραμένο του Τίνκερ ,
- το φράγμα του Τίνκερ
verb
1. Wish harm upon
- Invoke evil upon
- "The bad witch cursed the child"
- synonym:
- curse ,
- beshrew ,
- damn ,
- bedamn ,
- anathemize ,
- anathemise ,
- imprecate ,
- maledict
1. Επιθυμώ βλάβη
- Επικαλείται το κακό
- "Η κακιά μάγισσα καταράστηκε το παιδί"
- συνώνυμο:
- κατάρα ,
- βελονιάζω ,
- γαμώ ,
- παραπονιέμαι ,
- αναθεματίζω ,
- ακατακρίνω ,
- κατηγορητήριο
adjective
1. Used as expletives
- "Oh, damn (or goddamn)!"
- synonym:
- damn ,
- goddamn
1. Χρησιμοποιείται ως εξωτερικά
- "Ω, καταραμένο ( θεός δαμάσκηνο!"
- συνώνυμο:
- γαμώ ,
- γαμώτο
2. Expletives used informally as intensifiers
- "He's a blasted idiot"
- "It's a blamed shame"
- "A blame cold winter"
- "Not a blessed dime"
- "I'll be damned (or blessed or darned or goddamned) if i'll do any such thing"
- "He's a damn (or goddam or goddamned) fool"
- "A deuced idiot"
- "An infernal nuisance"
- synonym:
- blasted ,
- blame ,
- blamed ,
- blessed ,
- damn ,
- damned ,
- darned ,
- deuced ,
- goddam ,
- goddamn ,
- goddamned ,
- infernal
2. Οι εξωτερικές ύλες χρησιμοποιούνται ανεπίσημα ως ενισχυτές
- "Είναι ένας ανατιναγμένος ηλίθιος"
- "Είναι μια κατηγορημένη ντροπή"
- "Ένας ψυχρός χειμώνας"
- "Όχι μια ευλογημένη δεκάρα"
- "Θα είμαι καταραμένος ( ευλογημένος ή αγαπημένος ή καταραμένος) αν θα κάνω κάτι τέτοιο"
- "Είναι ένας καταραμένος ( ή ανόητος ανόητος"
- "Ένας απογοητευμένος ηλίθιος"
- "Μια ανεξέλεγκτη ενόχληση"
- συνώνυμο:
- ανατινάχθηκε ,
- ευθύνη ,
- κατηγορητήριο ,
- ευλογημένος ,
- γαμώ ,
- καταραμένος ,
- αγάπησε ,
- αποσυντίθεται ,
- γκόνταμ ,
- γαμώτο ,
- απατηλός ,
- ανακολουθώ
adverb
1. Extremely
- "You are bloody right"
- "Why are you so all-fired aggressive?"
- synonym:
- bloody ,
- damn ,
- all-fired
1. Εξαιρετικά
- "Είσαι αιματηρός σωστός"
- "Γιατί είσαι τόσο επιθετικός?"
- συνώνυμο:
- αιματηρός ,
- γαμώ ,
- πλήρης
Examples of using
He doesn't give a damn about that.
Δεν δίνει καταραμένο για αυτό.
I don't give a damn about my CV.
Δεν δίνω καταραμένο για το βιογραφικό μου.
I don't give a damn about it!
Δεν δίνω καταραμένο για αυτό!