Translation meaning & definition of the word "dale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραμύθι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dale
[Ντέιλ]/del/
noun
1. An open river valley (in a hilly area)
- synonym:
- dale
1. Μια ανοιχτή κοιλάδα του ποταμού (σε μια λοφώδη περιοχή)
- συνώνυμο:
- ντέιλ