Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "dainty" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρύτητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Dainty

[Λεπτότητα]
/denti/

noun

1. Something considered choice to eat

    synonym:
  • dainty
  • ,
  • delicacy
  • ,
  • goody
  • ,
  • kickshaw
  • ,
  • treat

1. Κάτι που θεωρείται επιλογή για φαγητό

    συνώνυμο:
  • ανόητοσ
  • ,
  • λιχουδιά
  • ,
  • καλός
  • ,
  • πατίνι
  • ,
  • αποτελώ

adjective

1. Affectedly dainty or refined

    synonym:
  • dainty
  • ,
  • mincing
  • ,
  • niminy-piminy
  • ,
  • prim
  • ,
  • twee

1. Επηρεασμένα ευκίνητος ή εξευγενισμένος

    συνώνυμο:
  • ανόητοσ
  • ,
  • εξορύσσω
  • ,
  • ελαφρόπετρα
  • ,
  • αστέρι
  • ,
  • τσιμπίδα

2. Delicately beautiful

  • "A dainty teacup"
  • "An exquisite cameo"
    synonym:
  • dainty
  • ,
  • exquisite

2. Απαλά όμορφο

  • "Ένα πολύ λεπτό φλιτζάνι τσαγιού"
  • "Ένα εξαιρετικό παλιό τους ταξίδι"
    συνώνυμο:
  • ανόητοσ
  • ,
  • εξαιρετικός

3. Especially pleasing to the taste

  • "A dainty dish to set before a kind"
    synonym:
  • dainty

3. Ιδιαίτερα ευχάριστο στη γεύση

  • "Ένα πιάτο που πρέπει να τοποθετηθεί πριν από ένα είδος"
    συνώνυμο:
  • ανόητοσ

4. Excessively fastidious and easily disgusted

  • "Too nice about his food to take to camp cooking"
  • "So squeamish he would only touch the toilet handle with his elbow"
    synonym:
  • dainty
  • ,
  • nice
  • ,
  • overnice
  • ,
  • prissy
  • ,
  • squeamish

4. Υπερβολικά επιτηδευμένος και εύκολα αηδιασμένος

  • "Πολύ ωραίο για το φαγητό του για να πάρει στην κατασκήνωση μαγείρεμα"
  • "Τόσο χαλαρός θα άγγιζε μόνο τη λαβή της τουαλέτας με τον αγκώνα του"
    συνώνυμο:
  • ανόητοσ
  • ,
  • ωραίος
  • ,
  • υπερβολή
  • ,
  • ακριβόσ
  • ,
  • τσιρίζω