Translation meaning & definition of the word "dah" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dah
[Ντα]/də/
noun
1. The longer of the two telegraphic signals used in morse code
- synonym:
- dash ,
- dah
1. Το μεγαλύτερο μέρος των δύο τηλεγραφικών σημάτων που χρησιμοποιούνται στον κώδικα μορς
- συνώνυμο:
- ταμπλό ,
- ντα