Translation meaning & definition of the word "dagger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στιλέτο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dagger
[Μαχαίρι]/dægər/
noun
1. A short knife with a pointed blade used for piercing or stabbing
- synonym:
- dagger ,
- sticker
1. Ένα κοντό μαχαίρι με μια μυτερή λεπίδα που χρησιμοποιείται για διάτρηση ή μαχαίρωμα
- συνώνυμο:
- παραφορτώνω ,
- αυτοκόλλητο
2. A character used in printing to indicate a cross reference or footnote
- synonym:
- dagger ,
- obelisk
2. Χαρακτήρας που χρησιμοποιείται στην εκτύπωση για να υποδείξει μια διαγώνια αναφορά ή υποσημείωση
- συνώνυμο:
- παραφορτώνω ,
- οβελίσκος