Translation meaning & definition of the word "dag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλικία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dag
[Νταγκ]/dæg/
noun
1. 10 grams
- synonym:
- dekagram ,
- decagram ,
- dkg ,
- dag
1. 10 γραμμάρια
- συνώνυμο:
- δεκάγραμμα ,
- ντκ ,
- νταγκ
2. A flap along the edge of a garment
- Used in medieval clothing
- synonym:
- jag ,
- dag
2. Ένα πτερύγιο κατά μήκος της άκρης ενός ενδύματος
- Χρησιμοποιείται σε μεσαιωνικά ρούχα
- συνώνυμο:
- τζαγκ ,
- νταγκ