Translation meaning & definition of the word "dada" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατέρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dada
[Ντάντα]/dɑdɑ/
noun
1. An informal term for a father
- Probably derived from baby talk
- synonym:
- dad ,
- dada ,
- daddy ,
- pa ,
- papa ,
- pappa ,
- pop
1. Ένας ανεπίσημος όρος για έναν πατέρα
- Πιθανότατα προέρχεται από την ομιλία του μωρού
- συνώνυμο:
- μπαμπάς ,
- ντάντα ,
- πα ,
- παπά ,
- πάππα ,
- πολ
2. A nihilistic art movement (especially in painting) that flourished in europe early in the 20th century
- Based on irrationality and negation of the accepted laws of beauty
- synonym:
- dada ,
- dadaism
2. Ένα μηδενιστικό κίνημα τέχνης (ειδικά στη ζωγραφική) που άνθισε στην ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα
- Με βάση τον παραλογισμό και την άρνηση των αποδεκτών νόμων της ομορφιάς
- συνώνυμο:
- ντάντα ,
- ντανταϊσμόσ