Translation meaning & definition of the word "dab" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπαμπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dab
[Νταμπ]/dæb/
noun
1. A light touch or stroke
- synonym:
- tap ,
- pat ,
- dab
1. Μια ελαφριά αφή ή ένα εγκεφαλικό επεισόδιο
- συνώνυμο:
- πατήστε ,
- πατ ,
- νταμπ
2. A small quantity of something moist or liquid
- "A dab of paint"
- "A splatter of mud"
- "Just a splash of whiskey"
- synonym:
- dab ,
- splash ,
- splatter
2. Μια μικρή ποσότητα από κάτι υγρό ή υγρό
- "Μια μπουκιά του χρώματος"
- "Μια πιατέλα λάσπης"
- "Απλά μια βουτιά ουίσκι"
- συνώνυμο:
- νταμπ ,
- παφλασμόσ ,
- πιτσιλίζω
verb
1. Apply (usually a liquid) to a surface
- "Dab the wall with paint"
- synonym:
- dab ,
- swab ,
- swob
1. Εφαρμόστε (συνήθως ένα υγρό) σε επιφάνεια
- "Ταμπονάρετε τον τοίχο με χρώμα"
- συνώνυμο:
- νταμπ ,
- πατώ ,
- επιπλήττω
2. Hit lightly
- "Pat him on the shoulder"
- synonym:
- dab ,
- pat
2. Χτυπώ ελαφρά
- "Τον πατάτε στον ώμο"
- συνώνυμο:
- νταμπ ,
- πατ