Translation meaning & definition of the word "czar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τσάρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Czar
[Τσαρ]/zɑr/
noun
1. A male monarch or emperor (especially of russia prior to 1917)
- synonym:
- czar ,
- tsar ,
- tzar
1. Ένας άνδρας μονάρχης ή αυτοκράτορας (ειδικά της ρωσίας πριν από το 1917)
- συνώνυμο:
- τσάρος ,
- τζάρ
2. A person having great power
- synonym:
- czar
2. Ένας άνθρωπος που έχει μεγάλη δύναμη
- συνώνυμο:
- τσάρος