Translation meaning & definition of the word "cynicism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cynicism
[Κυνισμός]/sɪnɪsɪzəm/
noun
1. A cynical feeling of distrust
- synonym:
- cynicism
1. Ένα κυνικό αίσθημα δυσπιστίας
- συνώνυμο:
- κυνισμός