Translation meaning & definition of the word "cynical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυνική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cynical
[Κυνικόσ]/sɪnɪkəl/
adjective
1. Believing the worst of human nature and motives
- Having a sneering disbelief in e.g. selflessness of others
- synonym:
- cynical ,
- misanthropic ,
- misanthropical
1. Πιστεύοντας στα χειρότερα της ανθρώπινης φύσης και των κινήτρων
- Έχοντας μια παραπλανητική δυσπιστία στο π.χ. ανιδιοτέλεια των άλλων
- συνώνυμο:
- κυνικόσ ,
- μισανθρωπικό
Examples of using
How can you be so cynical?
Πώς μπορείς να είσαι τόσο κυνικός?
I've wanted to tell you this for a long time: Your cynical jokes are unbearable.
Ήθελα να σας το πω αυτό εδώ και πολύ καιρό: Τα κυνικά αστεία σας είναι αφόρητα.
There's nothing cynical in being alive.
Δεν υπάρχει τίποτα κυνικό στο να είσαι ζωντανός.