Translation meaning & definition of the word "cynic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυνικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cynic
[Κυνικός]/sɪnɪk/
noun
1. Someone who is critical of the motives of others
- synonym:
- cynic ,
- faultfinder
1. Είναι κάποιος που επικρίνει τα κίνητρα των άλλων
- συνώνυμο:
- κυνικός ,
- ελαττωματοποιητήσ
2. A member of a group of ancient greek philosophers who advocated the doctrine that virtue is the only good and that the essence of virtue is self-control
- synonym:
- Cynic
2. Μέλος μιας ομάδας αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων που υποστήριζαν το δόγμα ότι η αρετή είναι το μόνο καλό και ότι η ουσία της αρετής
- συνώνυμο:
- Κυνικός