Translation meaning & definition of the word "cylinder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κύλινδρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cylinder
[Κύλινδρος]/sɪləndər/
noun
1. A solid bounded by a cylindrical surface and two parallel planes (the bases)
- synonym:
- cylinder
1. Ένα στερεό που οριοθετείται από μια κυλινδρική επιφάνεια και δύο παράλληλα επίπεδα (θεατρικές βάσεις
- συνώνυμο:
- κύλινδρος
2. A surface generated by rotating a parallel line around a fixed line
- synonym:
- cylinder
2. Μια επιφάνεια που παράγεται από την περιστροφή μιας παράλληλης γραμμής γύρω από μια σταθερή γραμμή
- συνώνυμο:
- κύλινδρος
3. A chamber within which piston moves
- synonym:
- cylinder ,
- piston chamber
3. Ένας θάλαμος μέσα στον οποίο κινείται το έμβολο
- συνώνυμο:
- κύλινδρος ,
- θάλαμος εμβόλων
4. A cylindrical container for oxygen or compressed air
- synonym:
- cylinder
4. Ένα κυλινδρικό δοχείο για οξυγόνο ή συμπιεσμένο αέρα
- συνώνυμο:
- κύλινδρος
Examples of using
The gas was compressed into a gas cylinder.
Το αέριο συμπιέστηκε σε έναν κύλινδρο αερίου.
The gas was compressed into a gas cylinder.
Το αέριο συμπιέστηκε σε έναν κύλινδρο αερίου.