Translation meaning & definition of the word "cyclic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυκλικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cyclic
[Κυκλικόσ]/saɪklɪk/
adjective
1. Conforming to the carnot cycle
- synonym:
- cyclic
1. Σύμφωνα με τον κύκλο του αυτοκινήτου
- συνώνυμο:
- κυκλικό
2. Forming a whorl or having parts arranged in a whorl
- "Cyclic petals"
- "Cyclic flowers"
- synonym:
- cyclic
2. Σχηματίζοντας μια πόρνη ή έχοντας μέρη τοποθετημένα σε μια πόρνη
- "Κυκλικά πέταλα"
- "Κυκλικά λουλούδια"
- συνώνυμο:
- κυκλικό
3. Of a compound having atoms arranged in a ring structure
- synonym:
- cyclic
3. Από μια ένωση που έχει τα άτομα διατεταγμένα σε μια δομή δακτυλίου
- συνώνυμο:
- κυκλικό
4. Recurring in cycles
- synonym:
- cyclic ,
- cyclical
4. Επαναλαμβανόμενη σε κύκλους
- συνώνυμο:
- κυκλικό ,
- κυκλικόσ
5. Marked by repeated cycles
- synonym:
- cyclic
5. Χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενους κύκλους
- συνώνυμο:
- κυκλικό