Translation meaning & definition of the word "cyan" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυανό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cyan
[Κυανός]/saɪæn/
noun
1. A primary subtractive color for light
- Has a blue-green color
- synonym:
- cyan
1. Ένα πρωτεύον αφαιρετικό χρώμα για το φως
- Έχει μπλε-πράσινο χρώμα
- συνώνυμο:
- κυανός
adjective
1. Of a bluish shade of green
- synonym:
- bluish green ,
- blue-green ,
- cyan ,
- teal
1. Από μια μπλε απόχρωση του πράσινου
- συνώνυμο:
- μπλε πράσινο ,
- μπλε-πράσινο ,
- κυανός ,
- τελ