Translation meaning & definition of the word "cutting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κοπή" στην ελληνική γλώσσα
Cutting
[Κοπή]noun
1. The activity of selecting the scenes to be shown and putting them together to create a film
- synonym:
- film editing ,
- cutting
1. Η δραστηριότητα της επιλογής των σκηνών που θα εμφανιστούν και την τοποθέτησή τους μαζί για να δημιουργήσουν μια ταινία
- συνώνυμο:
- επεξεργασία ταινιών ,
- κοπή
2. A part (sometimes a root or leaf or bud) removed from a plant to propagate a new plant through rooting or grafting
- synonym:
- cutting ,
- slip
2. Ένα μέρος ( μερικές φορές μια ρίζα ή ένα φύλλο ή βουδ) αφαιρείται από ένα φυτό για να διαδώσει ένα νέο φυτό μέσω ριζοβολίας ή μοσχεύματος
- συνώνυμο:
- κοπή ,
- λασπώνω
3. The act of cutting something into parts
- "His cuts were skillful"
- "His cutting of the cake made a terrible mess"
- synonym:
- cut ,
- cutting
3. Η πράξη της κοπής κάτι σε μέρη
- "Οι περικοπές του ήταν επιδέξιες"
- "Η κοπή του κέικ έκανε ένα τρομερό χάος"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- κοπή
4. A piece cut off from the main part of something
- synonym:
- cutting
4. Ένα κομμάτι αποκομμένο από το κύριο μέρος του κάτι
- συνώνυμο:
- κοπή
5. An excerpt cut from a newspaper or magazine
- "He searched through piles of letters and clippings"
- synonym:
- clipping ,
- newspaper clipping ,
- press clipping ,
- cutting ,
- press cutting
5. Απόσπασμα από εφημερίδα ή περιοδικό
- "Αναζήτησε μέσα από σωρούς από γράμματα και αποκόμματα"
- συνώνυμο:
- αποκοπή ,
- αποκοπή εφημερίδων ,
- πατήστε το πλέξιμο ,
- κοπή ,
- πρέσα κοπής
6. Removing parts from hard material to create a desired pattern or shape
- synonym:
- carving ,
- cutting
6. Αφαίρεση μερών από σκληρό υλικό για να δημιουργήσετε ένα επιθυμητό μοτίβο ή σχήμα
- συνώνυμο:
- χάραξη ,
- κοπή
7. The division of a deck of cards before dealing
- "He insisted that we give him the last cut before every deal"
- "The cutting of the cards soon became a ritual"
- synonym:
- cut ,
- cutting
7. Η διαίρεση ενός καταστρώματος καρτών πριν από την αντιμετώπιση
- "Επέμεινε να του δώσουμε την τελευταία περικοπή πριν από κάθε συμφωνία"
- "Η κοπή των καρτών σύντομα έγινε τελετουργικό"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- κοπή
8. The act of penetrating or opening open with a sharp edge
- "His cut in the lining revealed the hidden jewels"
- synonym:
- cut ,
- cutting
8. Η πράξη της διείσδυσης ή του ανοίγματος ανοικτή με μια αιχμηρή άκρη
- "Το κόψιμο του στην επένδυση αποκάλυψε τα κρυμμένα κοσμήματα"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- κοπή
9. The act of diluting something
- "The cutting of whiskey with water"
- "The thinning of paint with turpentine"
- synonym:
- cutting ,
- thinning
9. Η πράξη της αραίωσης κάτι
- "Η κοπή του ουίσκι με νερό"
- "Η αραίωση του χρώματος με τερεβινθίνη"
- συνώνυμο:
- κοπή ,
- αραίωση
10. The act of shortening something by chopping off the ends
- "The barber gave him a good cut"
- synonym:
- cut ,
- cutting ,
- cutting off
10. Η πράξη της συντόμευσης κάτι κόβοντας τα άκρα
- "Ο κουρέας του έδωσε ένα καλό κόψιμο"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- κοπή ,
- αποκοπή
adjective
1. (of speech) harsh or hurtful in tone or character
- "Cutting remarks"
- "Edged satire"
- "A stinging comment"
- synonym:
- cutting ,
- edged ,
- stinging
1. ( της ομιλίας ) σκληρό ή βλαβερό σε τόνο ή χαρακτήρα
- "Περικοπές παρατηρήσεων"
- "Επιθετική σάτιρα"
- "Ένα τρανταχτό σχόλιο"
- συνώνυμο:
- κοπή ,
- παραπαίουν ,
- τσίμπημα
2. Unpleasantly cold and damp
- "Bleak winds of the north atlantic"
- synonym:
- bleak ,
- cutting ,
- raw
2. Δυσάρεστα κρύο και υγρό
- "Βλακείς άνεμοι του βορείου ατλαντικού"
- συνώνυμο:
- ανατριχιαστικός ,
- κοπή ,
- ακατέργαστοσ
3. Painful as if caused by a sharp instrument
- "A cutting wind"
- "Keen winds"
- "Knifelike cold"
- "Piercing knifelike pains"
- "Piercing cold"
- "Piercing criticism"
- "A stabbing pain"
- "Lancinating pain"
- synonym:
- cutting ,
- keen ,
- knifelike ,
- piercing ,
- stabbing ,
- lancinate ,
- lancinating
3. Επώδυνη σαν να προκαλείται από ένα αιχμηρό όργανο
- "Ένας αέρας κοπής"
- "Καυτοί άνεμοι"
- "Κνιφελικό κρύο"
- "Διεγερτικοί πόνοι"
- "Κρύο"
- "Επιβαρυντική κριτική"
- "Ένας πόνος μαχαιριού"
- "Χαλαρώνοντας τον πόνο"
- συνώνυμο:
- κοπή ,
- ενθουσιώδης ,
- παραπονεμένοσ ,
- διάτρηση ,
- μαχαιρώνω ,
- λανκινώ ,
- λανκαρίσματοσ