Translation meaning & definition of the word "cutlery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cutlery
[Μαχαιροπίρουνα]/kətləri/
noun
1. A cutting implement
- A tool for cutting
- synonym:
- cutter ,
- cutlery ,
- cutting tool
1. Ένα εφαρμοστέο κοπής
- Ένα εργαλείο για την κοπή
- συνώνυμο:
- κόπτης ,
- μαχαιροπίρουνα ,
- εργαλείο κοπής
2. Tableware implements for cutting and eating food
- synonym:
- cutlery ,
- eating utensil
2. Επιτραπέζια σκεύη για κοπή και κατανάλωση τροφίμων
- συνώνυμο:
- μαχαιροπίρουνα ,
- τρώει σκεύος