Translation meaning & definition of the word "cute" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαριτωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cute
[Χαριτωμένος]/kjut/
adjective
1. Attractive especially by means of smallness or prettiness or quaintness
- "A cute kid with pigtails"
- "A cute little apartment"
- "Cunning kittens"
- "A cunning baby"
- synonym:
- cunning ,
- cute
1. Ελκυστικό ειδικά μέσω της μικρότητας ή της ωραιότητας ή της γραφικότητας
- "Ένα χαριτωμένο παιδί με πλεξίδες"
- "Ένα χαριτωμένο μικρό διαμέρισμα"
- "Πονηρά γατάκια"
- "Ένα πονηρό μωρό"
- συνώνυμο:
- πονηρόσ ,
- χαριτωμένο
2. Obviously contrived to charm
- "An insufferably precious performance"
- "A child with intolerably cute mannerisms"
- synonym:
- cute ,
- precious
2. Προφανώς επινοήθηκε στη γοητεία
- "Μια απίστευτα πολύτιμη απόδοση"
- "Ένα παιδί με ανυπόφορα χαριτωμένους τρόπους"
- συνώνυμο:
- χαριτωμένο ,
- πολύτιμος
Examples of using
What are some cute hairstyles for girls?
Ποια είναι μερικά χαριτωμένα χτενίσματα για τα κορίτσια?
What are some cute girl hairstyles?
Τι είναι μερικά χαριτωμένα χτενίσματα κοριτσιών?
The Japanese are very cute and kind people.
Οι Ιάπωνες είναι πολύ χαριτωμένοι και ευγενικοί άνθρωποι.