Translation meaning & definition of the word "custody" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καυστωδία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Custody
[Θεματοφυλακτό]/kəstədi/
noun
1. A state of being confined (usually for a short time)
- "His detention was politically motivated"
- "The prisoner is on hold"
- "He is in the custody of police"
- synonym:
- detention ,
- detainment ,
- hold ,
- custody
1. Μια κατάσταση που περιορίζεται (συνήθως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα)
- "Η κράτησή του ήταν πολιτικά παρακινημένη"
- "Ο κρατούμενος είναι σε αναμονή"
- "Είναι υπό την επιμέλεια της αστυνομίας"
- συνώνυμο:
- κράτηση ,
- κρατώ
2. Holding by the police
- "The suspect is in custody"
- synonym:
- custody
2. Κρατώντας από την αστυνομία
- "Ο ύποπτος είναι υπό κράτηση"
- συνώνυμο:
- κράτηση
3. (with `in') guardianship over
- In divorce cases it is the right to house and care for and discipline a child
- "My fate is in your hands"
- "Too much power in the president's hands"
- "Your guests are now in my custody"
- "The mother was awarded custody of the children"
- synonym:
- hands ,
- custody
3. (με `'') κηδεμονία
- Σε περιπτώσεις διαζυγίου είναι το δικαίωμα να στεγάσει, να φροντίσει και να πειθαρχήσει ένα παιδί
- "Η μοίρα μου είναι στα χέρια σου"
- "Πολλή δύναμη στα χέρια του προέδρου"
- "Οι καλεσμένοι σας είναι τώρα υπό την κράτησή μου"
- "Η μητέρα έλαβε την επιμέλεια των παιδιών"
- συνώνυμο:
- χέρια ,
- κράτηση