Translation meaning & definition of the word "custodian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καυστοντίας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Custodian
[Θεματοφύλακασ]/kəstoʊdiən/
noun
1. One having charge of buildings or grounds or animals
- synonym:
- custodian ,
- keeper ,
- steward
1. Εκείνο που έχει την κατηγορία των κτιρίων ή των εδαφών ή των ζώων
- συνώνυμο:
- θεματοφύλακασ ,
- φύλακασ ,
- αεροσυνοδός