Translation meaning & definition of the word "cussed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κρουστά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cussed
[Στραβολογημένοσ]/kəst/
adjective
1. Stubbornly persistent in wrongdoing
- synonym:
- cussed ,
- obdurate ,
- obstinate ,
- unrepentant
1. Πεισματικά επίμονη στην αδικία
- συνώνυμο:
- περιστρέφομαι ,
- ανατρέπω ,
- επιφυλάσσω ,
- αμετανόητοσ