Translation meaning & definition of the word "cuss" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κρουστά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cuss
[Ζευγάρι]/kəs/
noun
1. A persistently annoying person
- synonym:
- pest ,
- blighter ,
- cuss ,
- pesterer ,
- gadfly
1. Ένα επίμονα ενοχλητικό άτομο
- συνώνυμο:
- παράσιτο ,
- φωτεινότερη ,
- περίβλημα ,
- παραβάτησ ,
- πεταλούδα
2. A boy or man
- "That chap is your host"
- "There's a fellow at the door"
- "He's a likable cuss"
- "He's a good bloke"
- synonym:
- chap ,
- fellow ,
- feller ,
- fella ,
- lad ,
- gent ,
- blighter ,
- cuss ,
- bloke
2. Ένα αγόρι ή ένας άνθρωπος
- "Αυτό το παρεκκλήσι είναι ο οικοδεσπότης σας"
- "Υπάρχει ένας άνθρωπος στην πόρτα"
- "Είναι ένα συμπαθητικό μουνί"
- "Είναι ένας καλός μπλοκ"
- συνώνυμο:
- παρεκκλήσι ,
- συνάδελφοσ ,
- πέφτων ,
- φέλα ,
- παιδί ,
- ευγενήσ ,
- φωτεινότερη ,
- περίβλημα ,
- μπλουκ
3. Profane or obscene expression usually of surprise or anger
- "Expletives were deleted"
- synonym:
- curse ,
- curse word ,
- expletive ,
- oath ,
- swearing ,
- swearword ,
- cuss
3. Βέβηλη ή άσεμνη έκφραση συνήθως της έκπληξης ή θυμού
- "Διαγράφηκαν τα παραδείγματα"
- συνώνυμο:
- κατάρα ,
- λέξη κατάρα ,
- εξωφρενικόσ ,
- όρκος ,
- ορκωμοσία ,
- λέξη που λέει ,
- περίβλημα
verb
1. Utter obscenities or profanities
- "The drunken men were cursing loudly in the street"
- synonym:
- curse ,
- cuss ,
- blaspheme ,
- swear ,
- imprecate
1. Απόλυτες αισχρότητες ή βεβήλωση
- "Οι μεθυσμένοι άνδρες καταριόταν δυνατά στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- κατάρα ,
- περίβλημα ,
- βλάσφημο ,
- ορκίζομαι ,
- ακατακρίνω