Translation meaning & definition of the word "cushion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μαξιλάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cushion
[Μαξιλάρι]/kʊʃən/
noun
1. A mechanical damper
- Absorbs energy of sudden impulses
- "The old car needed a new set of shocks"
- synonym:
- shock absorber ,
- shock ,
- cushion
1. Ένας μηχανικός αποσβεστήρας
- Απορροφά την ενέργεια των ξαφνικών παρορμήσεων
- "Το παλιό αυτοκίνητο χρειαζόταν ένα νέο σύνολο σοκ"
- συνώνυμο:
- αμορτισέρ ,
- σοκ ,
- μαξιλάρι
2. The layer of air that supports a hovercraft or similar vehicle
- synonym:
- cushion
2. Το στρώμα του αέρα που υποστηρίζει ένα σκάφος ή παρόμοιο όχημα
- συνώνυμο:
- μαξιλάρι
3. A soft bag filled with air or a mass of padding such as feathers or foam rubber etc.
- synonym:
- cushion
3. Μια μαλακή τσάντα γεμάτη με τον αέρα ή μια μάζα της επένδυσης όπως τα φτερά ή το λάστιχο αφρού κ.λπ.
- συνώνυμο:
- μαξιλάρι
verb
1. Protect from impact
- "Cushion the blow"
- synonym:
- cushion ,
- buffer ,
- soften
1. Προστατεύστε από την πρόσκρουση
- "Μαξιλάρι το χτύπημα"
- συνώνυμο:
- μαξιλάρι ,
- απομονωτής ,
- μαλακώνω