Translation meaning & definition of the word "curvy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καμπύλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curvy
[Καμπύλη]/kərvi/
adjective
1. Having curves
- "A settee with only one curvy end"
- synonym:
- curvy ,
- curvey
1. Έχοντας καμπύλες
- "Ένας σετ με μόνο ένα καμπύλο άκρο"
- συνώνυμο:
- καμπύλη ,
- πειρατήσ
2. (of a woman's body) having a large bosom and pleasing curves
- "Hollywood seems full of curvaceous blondes"
- "A curvy young woman in a tight dress"
- synonym:
- bosomy ,
- busty ,
- buxom ,
- curvaceous ,
- curvy ,
- full-bosomed ,
- sonsie ,
- sonsy ,
- stacked ,
- voluptuous ,
- well-endowed
2. (του σώματος μιας γυναίκας) με μεγάλο στήθος και ευχάριστες καμπύλες
- "Το χόλιγουντ φαίνεται γεμάτο καμπύλες ξανθιές"
- "Μια καμπύλη νεαρή γυναίκα σε ένα σφιχτό φόρεμα"
- συνώνυμο:
- βοσωμία ,
- παραστρατημένοσ ,
- μπουξόμ ,
- καμπυλωτή ,
- καμπύλη ,
- πλήρης ,
- τσιράκι ,
- υιός ,
- στοιβάζονται ,
- πληθωρικόσ ,
- προικισμένος