Translation meaning & definition of the word "curved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καμπύλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curved
[Καμπυλωτό]/kərvd/
adjective
1. Having or marked by a curve or smoothly rounded bend
- "The curved tusks of a walrus"
- "His curved lips suggested a smile but his eyes were hard"
- synonym:
- curved ,
- curving
1. Έχοντας ή επισημαίνεται από μια καμπύλη ή ομαλά στρογγυλεμένη κάμψη
- "Οι καμπύλοι χαυλιόδοντες ενός βαλς"
- "Τα καμπύλα χείλη του πρότειναν ένα χαμόγελο, αλλά τα μάτια του ήταν σκληρά"
- συνώνυμο:
- καμπύλη