Translation meaning & definition of the word "curvature" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curvature
[Καμπυλότητα]/kərvəʧər/
noun
1. (medicine) a curving or bending
- Often abnormal
- "Curvature of the spine"
- synonym:
- curvature
1. (φάρμακο) μια καμπύλη ή κάμψη
- Συχνά μη φυσιολογικές
- "Καμπύλη της σπονδυλικής στήλης"
- συνώνυμο:
- καμπυλότητα
2. The rate of change (at a point) of the angle between a curve and a tangent to the curve
- synonym:
- curvature
2. Ο ρυθμός αλλαγής (α ένα σημείο) της γωνίας μεταξύ μιας καμπύλης και μιας εφαπτόμενης στην καμπύλη
- συνώνυμο:
- καμπυλότητα
3. The property possessed by the curving of a line or surface
- synonym:
- curvature ,
- curve
3. Η ιδιοκτησία που κατέχεται από την καμπύλη μιας γραμμής ή επιφάνειας
- συνώνυμο:
- καμπυλότητα ,
- καμπύλη