Translation meaning & definition of the word "curt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουρτίνα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curt
[Κουρτίνα]/kərt/
adjective
1. Marked by rude or peremptory shortness
- "Try to cultivate a less brusque manner"
- "A curt reply"
- "The salesgirl was very short with him"
- synonym:
- brusque ,
- brusk ,
- curt ,
- short(p)
1. Χαρακτηρίζεται από αγενή ή περηφανιαία δύσπνοια
- "Προσπαθήστε να καλλιεργήσετε έναν λιγότερο σκληρό τρόπο"
- "Μια απάντηση περικοπής"
- "Η πωλήτρια ήταν πολύ μικρή μαζί του"
- συνώνυμο:
- βρυκόλακας ,
- μπρουσκ ,
- περικόπτω ,
- σορ()<TAG1>
2. Brief and to the point
- Effectively cut short
- "A crisp retort"
- "A response so curt as to be almost rude"
- "The laconic reply
- `yes'"
- "Short and terse and easy to understand"
- synonym:
- crisp ,
- curt ,
- laconic ,
- terse
2. Σύντομη και στο σημείο
- Αποτελεσματικά κόψτε το
- "Μια τραγανή ανταπόδοση"
- "Μια απάντηση τόσο περιορισμένη ώστε να είναι σχεδόν αγενής"
- "Η λακωνική απάντηση
- `ναι'"
- "Σύντομη και εύκολη στην κατανόηση"
- συνώνυμο:
- τραγανός ,
- περικόπτω ,
- λακωνικόσ ,
- τερ