Translation meaning & definition of the word "cursory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουραρίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cursory
[Θυρωρόσ]/kərsəri/
adjective
1. Hasty and without attention to detail
- Not thorough
- "A casual (or cursory) inspection failed to reveal the house's structural flaws"
- "A passing glance"
- "Perfunctory courtesy"
- synonym:
- casual ,
- cursory ,
- passing(a) ,
- perfunctory
1. Βιαστικά και χωρίς προσοχή στη λεπτομέρεια
- Όχι ενδελεχής
- "Μια περιστασιακή επιθεώρηση ( δεν κατάφερε να αποκαλύψει τα δομικά ελαττώματα του σπιτιού"
- "Μια περαστική ματιά"
- "Ακριβής ευγένεια"
- συνώνυμο:
- περιστασιακός ,
- επιμελητεία ,
- περασι(α ,
- αρωματοποιίασ