Translation meaning & definition of the word "cursed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταραμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cursed
[Καταραμένος]/kərst/
adjective
1. Deserving a curse
- Sometimes used as an intensifier
- "Villagers shun the area believing it to be cursed"
- "Cursed with four daughter"
- "Not a cursed drop"
- "His cursed stupidity"
- "I'll be cursed if i can see your reasoning"
- synonym:
- cursed ,
- curst
1. Αξίζει μια κατάρα
- Μερικές φορές χρησιμοποιείται ως ενισχυτής
- "Οι χωρικοί αποφεύγουν την περιοχή πιστεύοντας ότι είναι καταραμένη"
- "Καταραμένος με τέσσερις κόρες"
- "Όχι μια καταραμένη σταγόνα"
- "Η καταραμένη βλακεία"
- "Θα είμαι καταραμένος αν μπορώ να δω το σκεπτικό σου"
- συνώνυμο:
- καταραμένος ,
- καμπύλη
2. In danger of the eternal punishment of hell
- "Poor damned souls"
- synonym:
- cursed ,
- damned ,
- doomed ,
- unredeemed ,
- unsaved
2. Σε κίνδυνο της αιώνιας τιμωρίας της κόλασης
- "Κακές καταραμένες ψυχές"
- συνώνυμο:
- καταραμένος ,
- καταδικασμένος ,
- ανεξακρίβωτοσ ,
- ανύπαρκτοσ
Examples of using
The ring is cursed.
Το δαχτυλίδι είναι καταραμένο.
She cursed him for forgetting his promise.
Τον καταράστηκε που ξέχασε την υπόσχεσή του.