Translation meaning & definition of the word "curse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νοσοκόμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Curse
[Καμπύλη]/kərs/
noun
1. Profane or obscene expression usually of surprise or anger
- "Expletives were deleted"
- synonym:
- curse ,
- curse word ,
- expletive ,
- oath ,
- swearing ,
- swearword ,
- cuss
1. Βέβηλη ή άσεμνη έκφραση συνήθως της έκπληξης ή θυμού
- "Διαγράφηκαν τα παραδείγματα"
- συνώνυμο:
- κατάρα ,
- λέξη κατάρα ,
- εξωφρενικόσ ,
- όρκος ,
- ορκωμοσία ,
- λέξη που λέει ,
- περίβλημα
2. An appeal to some supernatural power to inflict evil on someone or some group
- synonym:
- execration ,
- condemnation ,
- curse
2. Μια έκκληση σε κάποια υπερφυσική δύναμη να προκαλέσει το κακό σε κάποιον ή κάποια ομάδα
- συνώνυμο:
- εκτέλεση ,
- καταδίκη ,
- κατάρα
3. An evil spell
- "A witch put a curse on his whole family"
- "He put the whammy on me"
- synonym:
- hex ,
- jinx ,
- curse ,
- whammy
3. Ένα κακό ξόρκι
- "Μια μάγισσα έβαλε κατάρα σε όλη την οικογένειά του"
- "Έβαλε το ουρλιαχτό πάνω μου"
- συνώνυμο:
- εξαγωνίζω ,
- τζινξ ,
- κατάρα ,
- ανόητοσ
4. Something causing misery or death
- "The bane of my life"
- synonym:
- bane ,
- curse ,
- scourge ,
- nemesis
4. Κάτι που προκαλεί δυστυχία ή θάνατο
- "Το λουρί της ζωής μου"
- συνώνυμο:
- παραλήρημα ,
- κατάρα ,
- μάστιγα ,
- νέμεσις
5. A severe affliction
- synonym:
- curse ,
- torment
5. Σοβαρή θλίψη
- συνώνυμο:
- κατάρα ,
- βασανιστήριο
verb
1. Utter obscenities or profanities
- "The drunken men were cursing loudly in the street"
- synonym:
- curse ,
- cuss ,
- blaspheme ,
- swear ,
- imprecate
1. Απόλυτες αισχρότητες ή βεβήλωση
- "Οι μεθυσμένοι άνδρες καταριόταν δυνατά στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- κατάρα ,
- περίβλημα ,
- βλάσφημο ,
- ορκίζομαι ,
- ακατακρίνω
2. Heap obscenities upon
- "The taxi driver who felt he didn't get a high enough tip cursed the passenger"
- synonym:
- curse
2. Αισχρότητες στο
- "Ο οδηγός ταξί που αισθάνθηκε ότι δεν πήρε αρκετά υψηλή άκρη καταράστηκε τον επιβάτη"
- συνώνυμο:
- κατάρα
3. Wish harm upon
- Invoke evil upon
- "The bad witch cursed the child"
- synonym:
- curse ,
- beshrew ,
- damn ,
- bedamn ,
- anathemize ,
- anathemise ,
- imprecate ,
- maledict
3. Επιθυμώ βλάβη
- Επικαλείται το κακό
- "Η κακιά μάγισσα καταράστηκε το παιδί"
- συνώνυμο:
- κατάρα ,
- βελονιάζω ,
- γαμώ ,
- παραπονιέμαι ,
- αναθεματίζω ,
- ακατακρίνω ,
- κατηγορητήριο
4. Exclude from a church or a religious community
- "The gay priest was excommunicated when he married his partner"
- synonym:
- excommunicate ,
- unchurch ,
- curse
4. Αποκλεισμός από μια εκκλησία ή μια θρησκευτική κοινότητα
- "Ο ομοφυλόφιλος ιερέας αφορίστηκε όταν παντρεύτηκε τον σύντροφό του"
- συνώνυμο:
- αφορίζω ,
- απαρνητικόσ ,
- κατάρα
Examples of using
In the dark it's better to light a candle than to curse the darkness.
Στο σκοτάδι είναι καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταραστείς το σκοτάδι.
I'm going to put a curse on you.
Θα σου βάλω κατάρα.
She often spoke about our curse.
Μιλούσε συχνά για την κατάρα μας.